- αφορμίζω
- αφόρμισα, αφορμισμένος, ερεθίζομαι, σχηματίζω πύο (για πληγή): Του αφόρμισε πάλι το σπυρί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφορμίζω — [αφορμή] 1. ερεθίζω, μολύνω ένα τραύμα 2. ερεθίζομαι, διαπυούμαι, παθαίνω φλεγμονή 3. ταράζομαι, γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου … Dictionary of Greek
αγγρίζω — (Μ ἀγγρίζω) ερεθίζω, ενοχλώ νεοελλ. 1. (για πληγή) ερεθίζω με ξύσιμο, αφορμίζω 2. (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού, οργώ προς συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρίζω, με ανάπτυξη ερρίνου. ΠΑΡ. ἀγγρισμός νεοελλ. άγγριση, άγγρισμα] … Dictionary of Greek
εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι … Dictionary of Greek
κακοφορμίζω — 1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου») 2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) … Dictionary of Greek
ξαφορμίζω — 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.) 2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αφορμίζω (βλ. και… … Dictionary of Greek
φορμίζω — (I) Ν (κυρίως στον Ερωτόκρ.) χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμίζω «γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ]. (II) Α [φόρμιγξ, ιγγος] (ποιητ. τ.) 1. παίζω τη φόρμιγγα 2. (με αιτ.) εκτελώ μουσικό… … Dictionary of Greek
κακοφορμίζω — κακοφόρμισα, κακοφορμισμένος, προκαλώ φλεγμονή, αφορμίζω: Έξυσα λίγο την πληγή μου και κακοφόρμισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)